κοπροβόλος

κοπροβόλος
κοπρο-βόλος, ον,
A for spreading dung,

πτύον EM94.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροβόλον — κοπροβόλος for spreading dung masc/fem acc sg κοπροβόλος for spreading dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροβολείον — κοπροβολεῑον, τὸ (Μ) 1. τόπος όπου συνήθως ρίχνουν ακαθαρσίες, κοπρώνας 2. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροβόλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κοπροβολῶ] …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”